ανεστιότητα

ανεστιότητα
η
1. έλλειψη μόνιμης εστίας
2. ο αστιγματισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. ανέστιος
Η λ. μαρτυρείται ως ονομασία νόσου των ματιών από το 1893 στον καθηγητή της Οφθαλμολογίας Α. Αναγνωστάκη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”